-
1 δίειμι
A , 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach. 845; of a report, spread,λόγος διῄει Plu.Ant.56
.2 pass through.δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21
; get through, escape,διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13
;ἔξω Thphr.CP5.9.12
: abs., Arist.Ph. 204a4.b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri. 47c;δ. τῷ λόγῳ Id.Grg. 505e
, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3.
См. также в других словарях:
δίειμι — (Α) [είμι] 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί 2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι 3. διαφεύγω 4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος) 5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι 6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα»,… … Dictionary of Greek